- φιλητήσιος
- φῐλ-ητήσιος, α, ον,A productive of love or friendship,
φυλακτήριον φ. Cyran.40
codd. (fort. φιλοτήσιον).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυλακτήριον φ. Cyran.40
codd. (fort. φιλοτήσιον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλητήσιος — ία, ον, Α βλ. φιλοτήσιος … Dictionary of Greek
φιλητήσιον — φιλητήσιος productive of love masc acc sg φιλητήσιος productive of love neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
φιλοτήσιος — ία, ον, ΜΑ, θηλ. και ος, και φιλητήσιος, ία, ον, και δωρ. τ. φιλοτάσιος, ον, Α 1. αυτός που γίνεται από φιλία, από αγάπη 2. αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί φιλία 3. (κατ επέκτ.) ευάρεστος, προσφιλής («φιλοτήσιον βρῶμα συσκευάζομεν», Ευστ.) αρχ … Dictionary of Greek